κυλίσει

κυλίσει
κύλισις
rolling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κυλίσεϊ , κύλισις
rolling
fem dat sg (epic)
κύλισις
rolling
fem dat sg (attic ionic)
κυλί̱σει , κυλίνδω
roll
aor subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαλίνδω — ἐξαλίνδω (Α) [αλίνδω] 1. κυλώ έξω, κάνω κάτι να κυλίσει μακριά («ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε», Αριστοφ.) 2. διώχνω …   Dictionary of Greek

  • ποδοκυλώ — άω, Ν 1. σπρώχνω ή κλοτσώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια και τόν κάνω να κυλίσει («κρατεί τα δυο κεφάλια... τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει», Βαλαωρ.) 2. αφήνω κάτι να σέρνεται στο χώμα και να λερώνεται («τό ποδοκύλησες το παλτό σου») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”